ζωικότητα

ζωικότητα
η
η φύση ή η ιδιότητα τού ζώου ή τής ζωής, η ιδιότητα τού ζωικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. animalite, vitalite). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”